- χονδροτυπος
- χονδρότυποςχονδρό-τῠπος2хрящеватый, хрящевой
(κεφαλή Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κεφαλή Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χονδρότυπος — formed of cartilage masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδρότυπος — ον, Α σχηματισμένος από χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + τυπος (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκό τυπος, χρυσό τυπος] … Dictionary of Greek